condemn
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | condemn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | condemns |
αόριστος | condemned |
παθητική μετοχή | condemned |
ενεργητική μετοχή | condemning |
Ρήμα επεξεργασία
condemn (en)
- καταδικάζω
- κρίνω ένα κτήριο κατεδαφιστέο
ενεστώτας | condemn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | condemns |
αόριστος | condemned |
παθητική μετοχή | condemned |
ενεργητική μετοχή | condemning |
condemn (en)