Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιδοκιμάζω
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
επιδοκιμάζω
< (
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
approuver
Ρήμα
Επεξεργασία
επιδοκιμάζω
εκφράζω την αποδοχή μου για απόψεις ή ενέργειες
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αποδέχομαι
εγκρίνω
επικροτώ
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
επιδοκιμάζω
αγγλικά
:
laud
(en)
γαλλικά
:
approuver
(fr)
γερμανικά
:
billigen
(de)
,
gutheißen
(de)