Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδοκιμάζω

επιδοκιμάζω, αόρ.: επιδοκίμασα, παθ.φωνή: επιδοκιμάζομαι, π.αόρ.: επιδοκιμάστηκα, μτχ.π.π.: επιδοκιμασμένος

  • εκφράζω την αποδοχή μου για απόψεις ή ενέργειες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις επί και δοκιμάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία