επιδοκιμασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδοκιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιδοκιμάζω
Μετοχή
επεξεργασίαεπιδοκιμασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιδοκιμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδοκιμασμένος
|
επιδοκιμασμένος, -η, -ο
|