αποδέχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδέχομαι [1] < ἀπο- + δέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + δέχομαι.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈðe.xo.mai/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δέ‐χο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
αποδέχομαι, αόρ.: αποδέχτηκα/αποδέχθηκα/απεδέχθη3o (αποθετικό ρήμα)
- δέχομαι, δεν αρνούμαι κάτι που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται
- συμφωνώ με κάτι, το εγκρίνω, το επιδοκιμάζω
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
του ρήματος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδέχομαι
επεξεργασία
- ↑ αποδέχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.