Δείτε επίσης: ἀποδέχομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδέχομαι [1] < ἀπο- + δέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + δέχομαι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈðe.xo.mai/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δέ‐χο‐μαι

αποδέχομαι, αόρ.: αποδέχτηκα/αποδέχθηκα/απεδέχθη3o (αποθετικό ρήμα)

  1. δέχομαι, δεν αρνούμαι κάτι που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται
    οι κληρονόμοι αποδέχτηκαν επίσημα την κληρονομιά
     αντώνυμα: αρνούμαι, απορρίπτω
  2. συμφωνώ με κάτι, το εγκρίνω, το επιδοκιμάζω
     συνώνυμα: παραδέχομαι, προσυπογράφω

Αντώνυμα

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία

του ρήματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία