προσυπογράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσυπογράφω < (ελληνιστική κοινή) προσυπογράφω < πρός + αρχαία ελληνική ὑπογράφω < ὑπό + γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.si.poˈɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συ‐πο‐γρά‐φω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσυπογράφω (παθητική φωνή: προσυπογράφομαι)
- υπογράφω από κοινού με άλλον ή άλλους
- δίνω την έγκρισή μου σε κάτι, αποδέχομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσυπογραφή
- → δείτε τις λέξεις προς, υπογράφω, υπό και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσυπογράφω | προσυπέγραφα | θα προσυπογράφω | να προσυπογράφω | προσυπογράφοντας | |
β' ενικ. | προσυπογράφεις | προσυπέγραφες | θα προσυπογράφεις | να προσυπογράφεις | προσυπόγραφε | |
γ' ενικ. | προσυπογράφει | προσυπέγραφε | θα προσυπογράφει | να προσυπογράφει | ||
α' πληθ. | προσυπογράφουμε | προσυπογράφαμε | θα προσυπογράφουμε | να προσυπογράφουμε | ||
β' πληθ. | προσυπογράφετε | προσυπογράφατε | θα προσυπογράφετε | να προσυπογράφετε | προσυπογράφετε | |
γ' πληθ. | προσυπογράφουν(ε) | προσυπέγραφαν προσυπογράφαν(ε) |
θα προσυπογράφουν(ε) | να προσυπογράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσυπέγραψα | θα προσυπογράψω | να προσυπογράψω | προσυπογράψει | ||
β' ενικ. | προσυπέγραψες | θα προσυπογράψεις | να προσυπογράψεις | προσυπόγραψε | ||
γ' ενικ. | προσυπέγραψε | θα προσυπογράψει | να προσυπογράψει | |||
α' πληθ. | προσυπογράψαμε | θα προσυπογράψουμε | να προσυπογράψουμε | |||
β' πληθ. | προσυπογράψατε | θα προσυπογράψετε | να προσυπογράψετε | προσυπογράψτε | ||
γ' πληθ. | προσυπέγραψαν προσυπογράψαν(ε) |
θα προσυπογράψουν(ε) | να προσυπογράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσυπογράψει | είχα προσυπογράψει | θα έχω προσυπογράψει | να έχω προσυπογράψει | ||
β' ενικ. | έχεις προσυπογράψει | είχες προσυπογράψει | θα έχεις προσυπογράψει | να έχεις προσυπογράψει | έχε προσυπογραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει προσυπογράψει | είχε προσυπογράψει | θα έχει προσυπογράψει | να έχει προσυπογράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσυπογράψει | είχαμε προσυπογράψει | θα έχουμε προσυπογράψει | να έχουμε προσυπογράψει | ||
β' πληθ. | έχετε προσυπογράψει | είχατε προσυπογράψει | θα έχετε προσυπογράψει | να έχετε προσυπογράψει | έχετε προσυπογραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προσυπογράψει | είχαν προσυπογράψει | θα έχουν προσυπογράψει | να έχουν προσυπογράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προσυπογραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προσυπογραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προσυπογραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προσυπογραμμένο |