προσεπικυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεπικυρώνω < μεσαιωνική ελληνική προσεπικυρόω[1] < αρχαία ελληνική πρός + ἐπικυρόω < κυρόω < κῦρος
Ρήμα
επεξεργασίαπροσεπικυρώνω (παθητική φωνή: προσεπικυρώνομαι)
- (λόγιο) επικυρώνω επιπρόσθετα ή με επίσημο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- προσεπικυρωμένος
- προσεπικύρωση
- προσεπικυρωτικός
- → δείτε τις λέξεις προς, επικυρώνω, κυρώνω και κύρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσεπικυρώνω | προσεπικύρωνα | θα προσεπικυρώνω | να προσεπικυρώνω | προσεπικυρώνοντας | |
β' ενικ. | προσεπικυρώνεις | προσεπικύρωνες | θα προσεπικυρώνεις | να προσεπικυρώνεις | προσεπικύρωνε | |
γ' ενικ. | προσεπικυρώνει | προσεπικύρωνε | θα προσεπικυρώνει | να προσεπικυρώνει | ||
α' πληθ. | προσεπικυρώνουμε | προσεπικυρώναμε | θα προσεπικυρώνουμε | να προσεπικυρώνουμε | ||
β' πληθ. | προσεπικυρώνετε | προσεπικυρώνατε | θα προσεπικυρώνετε | να προσεπικυρώνετε | προσεπικυρώνετε | |
γ' πληθ. | προσεπικυρώνουν(ε) | προσεπικύρωναν προσεπικυρώναν(ε) |
θα προσεπικυρώνουν(ε) | να προσεπικυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσεπικύρωσα | θα προσεπικυρώσω | να προσεπικυρώσω | προσεπικυρώσει | ||
β' ενικ. | προσεπικύρωσες | θα προσεπικυρώσεις | να προσεπικυρώσεις | προσεπικύρωσε | ||
γ' ενικ. | προσεπικύρωσε | θα προσεπικυρώσει | να προσεπικυρώσει | |||
α' πληθ. | προσεπικυρώσαμε | θα προσεπικυρώσουμε | να προσεπικυρώσουμε | |||
β' πληθ. | προσεπικυρώσατε | θα προσεπικυρώσετε | να προσεπικυρώσετε | προσεπικυρώστε | ||
γ' πληθ. | προσεπικύρωσαν προσεπικυρώσαν(ε) |
θα προσεπικυρώσουν(ε) | να προσεπικυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσεπικυρώσει | είχα προσεπικυρώσει | θα έχω προσεπικυρώσει | να έχω προσεπικυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσεπικυρώσει | είχες προσεπικυρώσει | θα έχεις προσεπικυρώσει | να έχεις προσεπικυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσεπικυρώσει | είχε προσεπικυρώσει | θα έχει προσεπικυρώσει | να έχει προσεπικυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσεπικυρώσει | είχαμε προσεπικυρώσει | θα έχουμε προσεπικυρώσει | να έχουμε προσεπικυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσεπικυρώσει | είχατε προσεπικυρώσει | θα έχετε προσεπικυρώσει | να έχετε προσεπικυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσεπικυρώσει | είχαν προσεπικυρώσει | θα έχουν προσεπικυρώσει | να έχουν προσεπικυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεπικυρώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- προσεπικυρώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ προσεπικυρόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)