Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβεβαιώνω < αρχαία ελληνική ἐπιβεβαιῶ

επιβεβαιώνω

  1. βεβαιώνω, πιστοποιώ
  2. επαληθεύω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία