Ετυμολογία

επεξεργασία
επαληθεύω < αρχαία ελληνική ἐπαληθεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérifier)

επαληθεύω (παθητική φωνή: επαληθεύομαι)

  1. αποδεικνύω μετά από έλεγχο την αλήθεια ενός ισχυρισμού ή συμπεράσματος
  2. ελέγχω με μια συγκεκριμένη διαδικασία αν το αποτέλεσμα μιας μαθηματικής πράξης είναι σωστό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία