Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαληθευμένος η επαληθευμένη το επαληθευμένο
      γενική του επαληθευμένου της επαληθευμένης του επαληθευμένου
    αιτιατική τον επαληθευμένο την επαληθευμένη το επαληθευμένο
     κλητική επαληθευμένε επαληθευμένη επαληθευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαληθευμένοι οι επαληθευμένες τα επαληθευμένα
      γενική των επαληθευμένων των επαληθευμένων των επαληθευμένων
    αιτιατική τους επαληθευμένους τις επαληθευμένες τα επαληθευμένα
     κλητική επαληθευμένοι επαληθευμένες επαληθευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαληθευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαληθεύω

  Μετοχή επεξεργασία

επαληθευμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επαληθεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία