Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας verify
γ΄ ενικό ενεστώτα verifies
αόριστος verified
παθητική μετοχή verified
ενεργητική μετοχή verifying

  Ρήμα επεξεργασία

verify (en)

Παράγωγα επεξεργασία