confirm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | confirm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confirms |
αόριστος | confirmed |
παθητική μετοχή | confirmed |
ενεργητική μετοχή | confirming |
Ρήμα
επεξεργασίαconfirm (en)
- επιβεβαιώνω, βεβαιώνω, δείχνω ότι κάτι είναι σίγουρα αλήθεια, ειδικά παρέχοντας αποδείξεις
- ⮡ The facts confirm his predictions.
- Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του.
- ⮡ Economists’ forecasts for a rise in interest rates were confirmed.
- Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων.
- ⮡ The witness confirmed the allegations.
- Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες.
- ≈ συνώνυμα: verify
- ⮡ The facts confirm his predictions.
- επικυρώνω, επισημοποιώ, βεβαιώνω, καθιερώνω κάποιον ή κάτι ξεκάθαρα ή επίσημα
- ⮡ His nomination wasn’t confirmed yet.
- Ο διορισμός του δεν επικυρώθηκε ακόμα.
- ⮡ The decision was confirmed.
- Επισημοποιήθηκε η απόφαση.
- ⮡ I am confirming receipt of your remittance.
- Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματος σου.
- ⮡ The doctor confirmed the death of the patient.
- Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή.
- ⮡ His nomination wasn’t confirmed yet.
- (θρησκεία) χρίω