ενεστώτας confirm
γ΄ ενικό ενεστώτα confirms
αόριστος confirmed
παθητική μετοχή confirmed
ενεργητική μετοχή confirming

confirm (en)

  1. επιβεβαιώνω, βεβαιώνω, δείχνω ότι κάτι είναι σίγουρα αλήθεια, ειδικά παρέχοντας αποδείξεις
    ⮡  The facts confirm his predictions.
    Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του.
    ⮡  Economists’ forecasts for a rise in interest rates were confirmed.
    Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων.
    ⮡  The witness confirmed the allegations.
    Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες.
     συνώνυμα: verify
  2. επικυρώνω, επισημοποιώ, βεβαιώνω, καθιερώνω κάποιον ή κάτι ξεκάθαρα ή επίσημα
    ⮡  His nomination wasn’t confirmed yet.
    Ο διορισμός του δεν επικυρώθηκε ακόμα.
    ⮡  The decision was confirmed.
    Επισημοποιήθηκε η απόφαση.
    ⮡  I am confirming receipt of your remittance.
    Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματος σου.
    ⮡  The doctor confirmed the death of the patient.
    Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή.
  3. (θρησκεία) χρίω

Συγγενικά

επεξεργασία