confirmation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confirmation | confirmations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconfirmation (en)
- έγκριση ενός σχεδίου
- επιβεβαίωση
- (θρησκεία) χρίσμα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconfirmation (fr) θηλυκό