ενικός         πληθυντικός  
confirmation confirmations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confirmation (en)

  1. έγκριση ενός σχεδίου
  2. επιβεβαίωση
     συνώνυμα: verification
  3. (θρησκεία) χρίσμα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confirmation (fr) θηλυκό