Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισημοποιώ < επίσημος + -ο- + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

επισημοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία