confirmed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαconfirmed (en)
Επίθετο
επεξεργασίαconfirmed (en)
- επιβεβαιωμένος, κατακυρωμένος
- a confirmed treaty (επικυρωμένη συνθήκη)
- αυτός που έχει διαπιστωμένα μία ιδιότητα
- a confirmed liar (διαπιστωμένα ψεύτης)