• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επαλήθευση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : επιλάθευση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαλήθευση οι επαληθεύσεις
      γενική της επαλήθευσης
& επαληθεύσεως
των επαληθεύσεων
    αιτιατική την επαλήθευση τις επαληθεύσεις
     κλητική επαλήθευση επαληθεύσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επαλήθευση < επαληθεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérification)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επαλήθευση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επαληθεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επαλήθευση
  • αγγλικά : verification (en), truthing (en)
  • γαλλικά : vérification (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επαλήθευση&oldid=4896649"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Νοεμβρίου 2020, στις 15:50

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Νοεμβρίου 2020, στις 15:50.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie