επαλήθευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επαλήθευση < επαληθεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérification)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επαλήθευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επαληθεύω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επαλήθευση