επιλάθευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιλάθευση < επι- + λαθεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική falsification)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιλάθευση θηλυκό
- (επιστημονικός όρος) η προσπάθεια εύρεσης στοιχείων που διαψεύδουν την (επιστημονική) υπόθεση εργασίας μου
- ※ η «μεγάλη ανατροπή» της μεθόδου που υιοθέτησε ο Albert Einstein για την διατύπωση της Θεωρίας της Σχετικότητας οδήγησε στην διατύπωση της διαδικασίας της επιλάθευσης, ως μέσου απόδειξης της επιστημονικής αλήθειας μιας πρότασης, εκτός του χώρου της λογικής και των μαθηματικών. (*)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιλάθευση