αποδεικνύω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποδεικνύω < αρχαία ελληνική ἀποδεικνύω / ἀποδείκνυμι < απο- + δείκνυμι
Ρήμα Επεξεργασία
αποδεικνύω (παθητική φωνή: αποδεικνύομαι)
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Συνώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
|