αποδεικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδεικτικός < αρχαία ελληνική ἀποδεικτικός
Επίθετο
επεξεργασίααποδεικτικός, -ή, -ό
- που αποδεικνύει, βεβαιώνει ή πιστοποιεί για κάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποδεικτικά
- αποδεικτικό
- αποδεικτικότητα
- → δείτε τις λέξεις αποδεικνύω και δείχνω