probant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- probant < λατινική probans, μετοχή ενεστώτα του probare (αποδεικνύω)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | probant | probants |
θηλυκό | probante | probantes |
probant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | probant | probants |
θηλυκό | probante | probantes |
probant (fr)