Ετυμολογία

επεξεργασία
δείχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δείχνω < αρχαία ελληνική δεικνύω / δείκνυμι

δείχνω (παθητική φωνή: δείχνομαι)

  1. τεντώνω τον δείκτη του χεριού με κατεύθυνση κάτι ή κάποιον
    ⮡  Για δείξε μου, προς τα πού πήγε, όταν έφυγε;
  2. αναφέρω τη θέση κάποιου ή κάτι
  3. παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι σε κάποιον
    ⮡  Πρέπει να δείξεις στην είσοδο το ελευθέρας, αλλιώς δε θα σε αφήσουν να μπεις μέσα.
     συνώνυμα: επιδεικνύω
  4. (για όργανα, μετρητές κλπ) εμφανίζω, έχω (τη συγκεκριμένη ένδειξη)
    ⮡  θα αρχίσουμε, όταν τα ρολόγια θα δείξουν τρεις ακριβώς
  5. φαίνομαι, μοιάζω
    ⮡  Μπορεί να δείχνει τριαντάρης, αλλά τα ’χει τα χρονάκια του.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • δείχνω την πόρτα (σε κάποιον): πλάγια έκφραση για το "διώχνω (κάποιον)" (που δε φανερώνει όμως ευγένεια)
  • δείχνω την πλάτη (μου): δηλώνω την περιφρόνησή μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία