μοιάζω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμοιάζω με αποβολή του αρχικού φωνήεντος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
μοιάζω
- έχω κοινά χαρακτηριστικά με κάποιον ή κάτι
- προκαλώ την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
- σου μοιάζω για ανόητη, αλλά δεν είμαι
- (γ΄ενικό) μοιάζει να... : δίνει την εντύπωση, φαίνεται να...
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δε σου έμοιασα/μοιάζω : είμαι ανώτερος από εσένα
- δεν του μοιάζει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι : αποδεικνύεται ότι είναι κατώτερος από τον πρόγονό του
- μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό : έχουν υπερβολική ομοιότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μοιάζω
Επεξεργασία
- ↑ μοιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.