Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμοιάζω με αποβολή του αρχικού φωνήεντος[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɲa.zo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

μοιάζω

  1. έχω κοινά χαρακτηριστικά με κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: φέρνω
    στα μάτια μοιάζει στον πατέρα του
  2. προκαλώ την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
    σου μοιάζω για ανόητη, αλλά δεν είμαι
  3. (γ΄ενικό) μοιάζει να... : δίνει την εντύπωση, φαίνεται να...
     συνώνυμα: δείχνει
    μοιάζει να ξέρει πολλά, αλλά δε μιλάει

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • δε σου έμοιασα/μοιάζω : είμαι ανώτερος από εσένα
  • δεν του μοιάζει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι : αποδεικνύεται ότι είναι κατώτερος από τον πρόγονό του
  • μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό : έχουν υπερβολική ομοιότητα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία