σταγόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταγόνα | οι | σταγόνες |
γενική | της | σταγόνας | των | σταγόνων |
αιτιατική | τη | σταγόνα | τις | σταγόνες |
κλητική | σταγόνα | σταγόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταγόνα < αρχαία ελληνική σταγών
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταγόνα θηλυκό
- μικρή ποσότητα υγρού σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό που σχηματίζεται ενώ το υγρό πέφτει
- ίχνος από μικρή ποσότητα υγρού πάνω σε στερεή επιφάνεια
- (μεταφορικά) μικρή ποσότητα από κάτι
- (αρχιτεκτονική) (στον πληθ.) Μικρά κωνικά ή κυλινδρικά κοσμήματα κάτω από το γείσο οικοδομήματος.