Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡut/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
goutte gouttes

goutte (fr) θηλυκό

  1. η σταγόνα
  2. (ιατρική) η ποδάγρα