στάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάλα | οι | στάλες |
γενική | της | στάλας | — | |
αιτιατική | τη | στάλα | τις | στάλες |
κλητική | στάλα | στάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάλα θηλυκό
- η σταγόνα