ίχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίχνος | τα | ίχνη |
γενική | του | ίχνους | των | ιχνών |
αιτιατική | το | ίχνος | τα | ίχνη |
κλητική | ίχνος | ίχνη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίχνος < αρχαία ελληνική ἴχνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ei (πηγαίνω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαίχνος ουδέτερο
- το αποτύπωμα που αφήνει στο έδαφος οτιδήποτε κινείται (άνθρωπος, ζώο, όχημα)
- (μεταφορικά) οτιδήποτε απομένει από το πέρασμα ενός ανθρώπου ή μιας κατάστασης
- από τότε που ο θείος μετανάστευσε στην Αμερική έχουμε χάσει τα ίχνη του
- αυτό το τραγικό γεγονός άφησε ανεξίτηλα ίχνη πάνω του
- πολύ μικρή ποσότητα
- βρέθηκαν ίχνη βαρέων μετάλλων στο νερό
- δεν έδειξε ούτε ίχνος μεταμέλειας
- (μαθηματικά) Ορθή προβολή ή ίχνος ενός σημείου Α πάνω σε μιαν ευθεία ε ονομάζεται το σημείο τομής Α' της ευθείας ε με την κάθετη προς αυτήν που διέρχεται από το Α.
Συγγενικά
επεξεργασία- ανιχνεύω
- ανίχνευση
- ανιχνευτής
- → δείτε τη λέξη εξιχνιάζω
- ιχνηλάτης
- ιχνηλατώ
- ιχνολογία
- ιχνοστοιχείο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ίχνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ίχνος