Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός like
συγκριτικός more like
υπερθετικός most like

like (en) (επίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • όμοιος, ίδιος
    ⮡  She responded in like manner.
    Απάντησε με τον ίδιο τρόπο.

  Επίρρημα

επεξεργασία

like (en)

  1. (πολύ ανεπίσημο) εντάξει, ας πούμε, λοιπόν, λέξη που χρησιμοποιείται όταν σκέφτομαι τι να πω μετά, εξηγώ κάτι ή δίνω ένα παράδειγμα για κάτι
    ⮡  I met George yesterday but, like, we didn’t talk too much.
    Συνάντησα τον Γιώργο χθες αλλά, 'ντάξει, δε μιλήσαμε και πολύ.
    ⮡  Like, I didn’t know.
    Ας πούμε, δεν το ήξερα.
    ⮡  Like, what do we do now?
    Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;
  2. (πολύ ανεπίσημο) περίπου, γύρω σε
    ⮡  It will cost you like 100 euros.
    Θα σου κοστίσει περίπου/γύρω στα 100 ευρώ.
  3. (πολύ ανεπίσημο) σα να λέω
    ⮡  And then I’m like, “No way!”.
    Και μετά λέω «Αποκλείεται!»
  4. (ανεπίσημο) όπως, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο
    ⮡  They started to speak like before.
    Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
like likes

like (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι προτιμήσεις, τα γούστα, αυτά που μου αρέσουν
    ⮡  We all have our likes and dislikes.
    Όλες έχουμε τις προτιμήσεις μας.
    ⮡  They have the same likes.
    Έχουν τα ίδια γούστα.
  2. (μόνο ενικός) ο παρόμοιος
    ⮡  jazz, rock, and the like (=similar types of music) - τζαζ, ροκ και τα παρόμοια (=παρόμοια είδη μουσικής)
  3. (διαδίκτυο) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
    ⮡  It has a lot of likes.
    Έχει πολλές likes.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

like (en)

  1. σαν, όπως, όμοιος με κάποιον ή κάτι
    ⮡  She’s wearing a dress like mine.
    Φοράει ένα φόρεμα σαν το δικό μου.
    ⮡  That sounds like he’s coming now.
    Αυτό ακούγεται σαν να έρχεται τώρα.
    ⮡  He’s very much like his father.
    Είναι πολύ όπως ο πατέρας του.
    ⮡  It’s like mine.
    Είναι όμοιο με το δικό μου.
    ⮡  She looks nothing like her mother.
    Δεν μοιάζει καθόλου με τη μητέρα της.
    ⮡  She looks something like her sister.
    Μοιάζει λιγάκι της αδελφής της.
  2. πώς είναι, χρησιμοποιείται για να ζητήσει τη γνώμη κάποιου για κάποιον ή κάτι
    ⮡  What’s it like studying in Spain?
    Πώς είναι να σπουδάζεις στην Ισπανία;
    ⮡  This new girlfriend of his—what's she like?
    Αυτή η καινούργια φίλη του—πώς είναι;
  3. όπως, με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος ή κάτι
    ⮡  It was just like you said.
    Ήταν ακριβώς όπως το είπες.
    ⮡  They started to speak like in the good old days/like old times.
    Άρχισαν να μιλούν όπως τον παλιό καλό καιρό/όπως παλιά.
    ⮡  (Just) like everyone else, I also want to go on vacation.
    Όπως όλοι, θέλω και γω να πάω διακοπές.
  4. όπως, για παράδειγμα
    ⮡  We traveled to many countries like Greece and Italy.
    Ταξιδέψαμε στις πολλές χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
    ⮡  Do you want to cook something? Like what?
    Θέλεις να μαγειρέψεις κάτι; Όπως;
  5. έτσι, ίδιος, χρησιμοποιείται για να δείξει τι είναι σύνηθες ή χαρακτηριστικό για κάποιον
    ⮡  We are like that by nature.
    Είμαστε έτσι από τη φύση μας.
    ⮡  It’s like him to be late.
    Είναι ίδιο του (=χαρακτηριστικό του) να αργεί.
ενεστώτας like
γ΄ ενικό ενεστώτα likes
αόριστος liked
παθητική μετοχή liked
ενεργητική μετοχή liking

like (en)

  1. (μεταβατικό) μου αρέσει
    ⮡  Do you like apples?
    Σου αρέσουν τα μήλα;
    ⮡  My mother didn’t like you.
    Δεν άρεσες στην μητέρα μου.
    ⮡  None of us liked it.
    Σε κανέναν μας δεν άρεσε.
    ⮡  The man likes to read.
    Του άντρα του αρέσει να διαβάζει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) θα ήθελα, θέλω, μου αρέσει, χρησιμοποιείται με το would ή το should ως ευγενικός τρόπος για να πω αυτό που θέλω
    ⮡  Would you like a drink?
    Θα ήθελες ένα ποτό;
    ⮡  I would like/I’d like to have been a doctor.
    Θα ήθελα να είχα γίνει γιατρός.
    ⮡  If you’d like to help us…
    Αν ήθελες να μας βοηθήσεις…
    ⮡  How would you like your coffee – sweet or medium?
    Πώς θέλετε τον καφέ σας – γλυκό ή μέτριο;
    ⮡  I would like to live in London.
    Θα μου άρεσε να ζω στο Λονδίνο.
    ⮡  What would you like for food?
    Τι σας αρέσει για φαγητό;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη want

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

like (en) (ανεπίσημο)

  1. όπως, με τον ίδιο τρόπο
    ⮡  Make it like I told you.
    Να το φτιάξεις, όπως σου είπα.
    ⮡  Arrange them like you think is best.
    Τακτοποίησέ τα, όπως νομίζεις.
    ⮡  We’ll talk about it when you’re sober and not drunk like you are now.
    Θα τα πούμε όταν είσαι νηφάλιος κι όχι μεθυσμένος όπως τώρα.
  2. σαν να
    ⮡  Speak like you have forgotten everything.
    Μίλα σαν να τα έχεις ξεχάσει όλα.
    ⮡  They were waving their hands like they were asking for help.
    Κουνούσαν τα χέρια τους σαν να ζητούσαν βοήθεια.
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση as if
  3. σαν να, μήπως, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
    ⮡  Like you don’t know them. (=You know them very well.)
    Σαν να μην τους ξέρεις. (=Τους ξέρεις και πολύ καλά.)
    ⮡  Like we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
    Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
    ⮡  Like I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
    Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)
     συνώνυμα: → δείτε την έκφραση as if