should (en) (ελλειπτικό ρήμα, βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  1. πρέπει να, να, χρησιμοποιείται για να δείξω τι είναι σωστό, κατάλληλο κτλ., ειδικά όταν επικρίνουμε τις πράξεις κάποιου
    ⮡  Maybe we shouldn't bother him?
    Μήπως δεν πρέπει να τον ενοχλήσουμε;
    ⮡  I don’t know if I should talk.
    Δεν ξέρω αν πρέπει να μιλήσω.
    ⮡  You should go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    ⮡  Young people should respect their elders.
    Οι νέοι πρέπει να σέβονται τους μεγαλυτέρους.
    ⮡  You should be ashamed of what you said.
    Θα ΄πρεπε να ντρέπεσαι γι΄ αυτά που είπες.
    ⮡  These shoes are what you should use for mountain hiking.
    Αυτά τα παπούτσια είναι ό,τι πρέπει για ορειβασία.
    ⮡  You should type, if you can, the letters, please.
    Να δακτυλογραφήσετε, αν μπορείτε, τις επιστολές, σας παρακαλώ.
    ⮡  If you go to Greece, you should try to see him.
    Αν θα πας στην Ελλάδα να προσπαθήσεις να τον δεις.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
  2. πρέπει να, να, χρησιμοποιείται για να δώσω ή να ζητήσω συμβουλές
    ⮡  Maybe we should bother him?/Shouldn't we bother him?
    Μήπως πρέπει να τον ενοχλήσουμε;
    ⮡  How should I behave?
    Πώς πρέπει να φερθώ;
    ⮡  What should I do?
    Τι πρέπει να κάνω;
    ⮡  Who should I contact?
    Σε ποιον πρέπει ν' απευθυνθώ;
    ⮡  You should speak with him.
    Θα έπρεπε να μιλήσεις μαζί του.
    ⮡  You should go and see it.
    Θα έπρεπε να πας να το δεις.
    ⮡  -Should I also come with you? -You should come.
    -Να έρθω κι εγώ μαζί σας; -Να έρθεις.
    ⮡  Should we refuse?
    Να αρνηθούμε;
    ⮡  You should go see the painting exhibit soon!
    Να πάτε στην έκθεση ζωγραφικής σύντομα!
    ⮡  He should come more often so I can see him, because I like his company.
    Να έρχεται πιο συχνά να τον βλέπω, γιατί μου αρέσει η παρέα του.
    ⮡  You should always remember this!
    Αυτό να το θυμάσαι πάντα!
  3. πρέπει να, θα, χρησιμοποιείται για να πω ότι περιμένω ότι κάτι είναι αλήθεια ή θα συμβεί
    ⮡  The show should have started.
    Πρέπει να έχει αρχίσει η παράσταση.
    ⮡  It should be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    ⮡  The train should be coming.
    Πρέπει να έρχεται το τρένο.
    ⮡  Someone should have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.
    ⮡  He should have been about years old.
    Θα πρέπει να ήταν δέκα χρονών περίπου.
    ⮡  They should be there by now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
    ⮡  I should be arriving tomorrow.
    Θα φτάνω αύριο.
    ⮡  If all goes well, I should be going to the movies with my friends.
    Αν όλα πάνε καλά, θα πάω σινεμά με τους φίλους μου.
    ⮡  George should be taking exams now.
    Ο Γιώργος θα δίνει τώρα εξετάσεις.
  4. έπρεπε να, να, χρησιμοποιείται για να πω ότι κάτι που αναμενόταν δεν συνέβη
    ⮡  You should have come to see me (implying: but you did not come).
    Έπρεπε να έρθεις να με δεις (υπονοείται: αλλά δεν ήρθες).
    ⮡  You should have gone to see it (implying: but you did not go).
    Θα έπρεπε να είχες πάει να το δεις (υπονοείται: αλλά δε πήγες).
    ⮡  You should have told me earlier.
    Έπρεπε να μου το 'χες πει νωρίτερα.
    ⮡  You should have seen this movie.
    Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.
    ⮡  You should have gotten a ticket on time.
    Έπρεπε να βγάλεις έγκαιρα εισιτήριο.
    ⮡  If you wanted to make her happy, you should have made her a present.
    Αν ήθελες να την ευχαριστήσεις, έπρεπε να της κάνεις ένα δώρο.
    ⮡  The document should have been sent by the following Monday at the latest!
    Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
  5. γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του shall, θα, χρησιμοποιείται για την αναφορά όσων έχει πει κάποιος
    ⮡  I told him I should go./I told him I'd go.
    Του είπα ότι θα πήγαινα.
    άλλες μορφές: 'd (συναίρεση)
  6. (βρετανική σημασία) χρησιμοποιείται μετά το that όταν κάτι προτείνεται ή κανονίζεται
    ⮡  I loaned him the book so that he should study for his exams.
    Του δάνεισα το βιβλίο να μελετήσει για τις εξετάσεις του.
    I loaned him the book so that he studies for his exams. (εναλλακτική μετάφραση στα αμερικανικά αγγλικά ή βρετανικά αγγλικά)
  7. (θέλω) να, χρησιμοποιείται για να αρνηθώ κάτι ή για να δείξω ότι με ενοχλεί ένα αίτημα· χρησιμοποιείται για να εκφράσω έκπληξη για ένα γεγονός ή μια κατάσταση
    ⮡  How should I know?
    Πώς να ξέρω;/Πώς θέλεις να το ξέρω;
    ⮡  Where should I go now?
    Πού θέλεις να πάω τώρα;
    ⮡  Why should he go?
    Γιατί να πάει;
    ⮡  Why should I go out?
    Γιατί θέλεις να πάω έξω;
  8. χρησιμοποιείται μετά το that μετά από πολλά επίθετα που περιγράφουν συναισθήματα
    ⮡  It’s surprising that he should be so foolish.
    Είναι εκπληκτικό να είναι τόσο ανόητος.
  9. (επίσημο) θα ήθελα να, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα πιθανό γεγονός ή κατάσταση
    ⮡  I asked him if the child should wait.
    Τον ρώτησα αν θα ήθελε να να περιμένει το παιδί.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ought (για όλες σημασίες)

Αντώνυμα

επεξεργασία