- 'd: συναίρεση του would η του had
'd (en) (εγκλιτικό)
- θα, οποιαδήποτε χρήση του would ή οποιαδήποτε χρήση του should ως γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του shall
- ⮡ I'd (=I would) be interested to learn what happened.
- Θα με ενδιαφέρει να μάθω τι συνέβη.
- ⮡ I told him I'd =(I should) go.
- Του είπα ότι θα πήγαινα.
- είχα, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
- ⮡ They'd (=They had) eaten before I called them.
- Είχαν φάει πριν τους τηλεφώνησα.
- ⮡ I'd been working a lot, so I was tired.
- Δούλευα πολύ, οπότε ήμουν κουρασμένος.
- (προφορικό) συναίρεση του did
- ⮡ Where'd (=Where did) you go?
- Πού πήγες;