Ετυμολογία

επεξεργασία
'd: συναίρεση του would η του had

'd (en) (εγκλιτικό)

  1. θα, οποιαδήποτε χρήση του would ή οποιαδήποτε χρήση του should ως γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του shall
    ⮡  I'd (=I would) be interested to learn what happened.
    Θα με ενδιαφέρει να μάθω τι συνέβη.
    ⮡  I told him I'd =(I should) go.
    Του είπα ότι θα πήγαινα.
  2. είχα, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
    ⮡  They'd (=They had) eaten before I called them.
    Είχαν φάει πριν τους τηλεφώνησα.
    ⮡  I'd been working a lot, so I was tired.
    Δούλευα πολύ, οπότε ήμουν κουρασμένος.
  3. (προφορικό) συναίρεση του did
    ⮡  Where'd (=Where did) you go?
    Πού πήγες;