Ετυμολογία

επεξεργασία
she'd: συναίρεση του she + 'd (would ή had)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

she'd (en)

  1. θα ή οποιαδήποτε χρήση του she + would
    She'd (=She would) be interested to know what happened.
    Θα τον ενδιέφερε να μάθει τι συνέβη.
    It is possible she'd (=she would) see me there.
    Είναι πιθανό να με δει εκεί.
  2. είχε, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
    She'd (=She had) already left.
    Είχε ήδη φύγει.
    She'd (=She had) been working a lot, so she was tired.
    Δούλευε πολύ, οπότε ήταν κουρασμένη.