had
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhad (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος have
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhad (sk)
- το φίδι
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhad (cs) αρσενικό
- το φίδι