Δείτε επίσης: ψίδι, Κατηγορία:Φίδια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίδι τα φίδια
      γενική του φιδιού των φιδιών
    αιτιατική το φίδι τα φίδια
     κλητική φίδι φίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φίδι ουδέτερο

  1. (ερπετό) στενόμακρο ερπετό χωρίς πόδια, ωοτόκο (σπανιότερα ωοζωοτόκο)
     δείτε  Κατηγορία:Φίδια (νέα ελληνικά)
  2. (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία
  • όσο δέρμα και αν πετάξει, φίδι είναι δε θα αλλάξει

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία