Ετυμολογία

επεξεργασία
φίδι φαρμακερό < → δείτε τις λέξεις φίδι και φαρμακερός όπως από το δηλητήριο του φιδιού

  Έκφραση

επεξεργασία

φίδι φαρμακερό

  1. (μεταφορικά) φθονερός, χθόνιος άνθρωπος
  2. (μεταφορικά) κάτι που δρα ή επιδρά υποχθόνια, μάστιγα
    ⮡  Η ζήλεια είναι φίδι φαρμακερό, που κατατρώει την ψυχή του ανθρώπου.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία