ζήλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζήλεια | οι | ζήλειες |
γενική | της | ζήλειας | των | ζηλειών |
αιτιατική | τη | ζήλεια | τις | ζήλειες |
κλητική | ζήλεια | ζήλειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζήλεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζήλεια
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήλεια θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του ζήλια
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζήλεια < ελληνιστική κοινή ζηλ(εύω) + -εια ( με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα φτωχός > φτώχια) [1] < αρχαία ελληνική ζῆλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζήλεια θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ζῆλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ζήλεια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ζηλία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)