ζηλιάρης
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζηλιάρης | η | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
γενική | του | ζηλιάρη | της | ζηλιάρας | του | ζηλιάρικου |
αιτιατική | τον | ζηλιάρη | τη | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
κλητική | ζηλιάρη | ζηλιάρα | ζηλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζηλιάρηδες | οι | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
γενική | των | ζηλιάρηδων | — | των | ζηλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ζηλιάρηδες | τις | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
κλητική | ζηλιάρηδες | ζηλιάρες | ζηλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ζηλιάρης -α -ικο
- που ζηλεύει τους άλλους
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζηλιάρης
- είναι ένας ζηλιάρης και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζηλιάρης
- ↑ «ζηλιάρης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.