Ετυμολογία

επεξεργασία
ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζηλιάρης οι ζηλιάρηδες
      γενική του ζηλιάρη των ζηλιάρηδων
    αιτιατική τον ζηλιάρη τους ζηλιάρηδες
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία



(θηλυκό ζηλιαρά)

ζητούμενο λήμμα

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία