Ετυμολογία

επεξεργασία
ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ziˈʎa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λιά‐ρης

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλιάρης η ζηλιάρα το ζηλιάρικο
      γενική του ζηλιάρη της ζηλιάρας του ζηλιάρικου
    αιτιατική τον ζηλιάρη τη ζηλιάρα το ζηλιάρικο
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρα ζηλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλιάρηδες οι ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
      γενική των ζηλιάρηδων των ζηλιάρικων
    αιτιατική τους ζηλιάρηδες τις ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
     κλητική ζηλιάρηδες ζηλιάρες ζηλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζηλιάρης, -α, -ικο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζηλιάρης οι ζηλιάρηδες
      γενική του ζηλιάρη των ζηλιάρηδων
    αιτιατική τον ζηλιάρη τους ζηλιάρηδες
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



(θηλυκό ζηλιαρά)

ζητούμενο λήμμα

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία