ζηλιάρηδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ζηλιάρηδες
- (αρσενικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζηλιάρης
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ζηλιάρηδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζηλιάρης