ζίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζίλια < (άμεσο δάνειο) τουρκική zil + -ια (κατάληξη πληθυντικού) < περσική ς προέλευσης[1], (κύμβαλο, πιατίνι, κρόταλο ντεφιού, γκογκ, κουδούνι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζίλια ουδέτερο (δεν συνηθίζεται στον ενικό)
- (μουσικό όργανο) δύο μικρές μεταλλικές καστανιέτες, κρόταλα χορευτή / χορεύτριας
- ※ ...η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού... Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο... Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα (Γιάννης Σκαρίμπας, πεζό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ζίλια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζίλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας