πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καστανιέτα οι καστανιέτες
      γενική της καστανιέτας των καστανιετών
    αιτιατική την καστανιέτα τις καστανιέτες
     κλητική καστανιέτα καστανιέτες
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καστανιέτες

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καστανιέτα θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Για τη χρήση τους στη συμφωνική ορχήστρα, χρησιμοποιείται ειδική κατασκευή με τα κρόταλα της καστανιέτας εφαρμοσμένα σε ξύλινη λαβή ή βάση (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.