καστανιέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καστανιέτα | οι | καστανιέτες |
γενική | της | καστανιέτας | των | καστανιετών |
αιτιατική | την | καστανιέτα | τις | καστανιέτες |
κλητική | καστανιέτα | καστανιέτες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καστανιέτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική castañeta < castaña + -eta < λατινική castanea < αρχαία ελληνική καστανέα (αντιδάνειο)[1] < κάστανα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.staˈɲe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στα‐νιέ‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστανιέτα θηλυκό
- (κυρίως στον πληθυντικό: καστανιέτες, μουσικό όργανο) κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο, το ένα από τα δύο κοίλα ξύλινα κρόταλα, ενωμένα με κορδόνι, που χτυπιούνται με τα δάκτυλα, χαρακτηριστό παραδοσιακό όργανο της Ισπανίας
Σημειώσεις επεξεργασία
- Για τη χρήση τους στη συμφωνική ορχήστρα, χρησιμοποιείται ειδική κατασκευή με τα κρόταλα της καστανιέτας εφαρμοσμένα σε ξύλινη λαβή ή βάση (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάστανο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καστανιέτα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.