καστανιέτες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καστανιέτα | οι | καστανιέτες |
γενική | της | καστανιέτας | των | καστανιετών |
αιτιατική | την | καστανιέτα | τις | καστανιέτες |
κλητική | καστανιέτα | καστανιέτες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καστανιέτες < πληθυντικός αριθμός του καστανιέτα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.staˈɲe.tes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στα‐νιέ‐τες
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστανιέτες θηλυκό στον πληθυντικό
- (μουσικό όργανο) → δείτε τη λέξη καστανιέτα