κάστανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
γενική | του | κάστανου | των | κάστανων |
αιτιατική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
κλητική | κάστανο | κάστανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάστανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάστανον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.sta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στα‐νο
- τονικό παρώνυμο: καστανό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάστανο ουδέτερο
- (ξηρός καρπός) ο καρπός της καστανιάς
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά:
- δεν τρέχει κάστανο:
- ≈ συνώνυμα: (εντονότερο) δεν τρέχει τίποτα
- δε χαρίζω κάστανα: εκφράζει τη μη ύπαρξη επιείκειας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κάστανο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάστανο
Πηγές
επεξεργασία- κάστανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κάστανο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)