καστάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καστάνια | οι | καστάνιες |
γενική | της | καστάνιας | — | |
αιτιατική | την | καστάνια | τις | καστάνιες |
κλητική | καστάνια | καστάνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καστάνια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαστάνια θηλυκό
- εξάρτημα μηχανισμού το οποίο εμποδίζει την περιστροφή γραναζιού προς τη μία φορά
- (κατ' επέκταση) εργαλείο-κλειδί που χρησιμεύει για βίδωμα ή ξεβίδωμα και εμπεριέχει καστάνια(1)