↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καστανομαλλούσα οι καστανομαλλούσες
      γενική της καστανομαλλούσας
    αιτιατική την καστανομαλλούσα τις καστανομαλλούσες
     κλητική καστανομαλλούσα καστανομαλλούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καστανομαλλούσα < καστανομάλλ(α) + -ούσα, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καστανομάλλης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.sta.no.maˈlu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στ‐νο‐μαλ‐λού‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καστανομαλλούσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καστανομάλλης

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καστανομαλλούσα