-ούσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ούσα | οι | -ούσες |
γενική | της | -ούσας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -ούσα | τις | -ούσες |
κλητική | -ούσα | -ούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ούσα < [1][2]
- (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -οῦσα, θηλυκό της κατάληξης συνηρημένων μετοχών ενεστώτα σε -ῶν, -οῦσα, -οῦν (όπως ποιῶν)
- (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -οῦσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -όεσσα / -οῦσα (κτητικό επίθημα, θηλυκό του -όεις), όπως σε τοπωνύμια
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ούσα θηλυκό
- επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει χαρακτηρισμό
- (από ρήματα) όπως ορίζει η πρωτότυπη λέξη
- για ιδιότητα
- κατάληξη θηλυκών τοπωνυμίων
Κλιτικός τύπος επιθήματοςΕπεξεργασία
-ούσα
- κατάληξη λόγιων μετοχών ενεργητικού ενεστώτα θηλυκό του -ών, -ούσα, -ούν
- κατάληξη θηλυκών επιθέτων -ης, -α/-ού/-ούσα, -ικο, σύνθετων με το -μάλλης, -μάτης -φρύδης
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «-ούσα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.