Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίθημα επεξεργασία

-όεσσα, θηλυκό του -όεις

  1. β' συνθετικό που εκφράζει μεγάλο αριθμό προς αυτό που σημαίνει το α' συνθετικό
* αποδίδεται περισσότερο σε σημαίες π.χ. αστερόεσσα