Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρηγορώ < ελληνιστική γρηγορῶ < αρχαία ελληνική ἐγρηγορῶ < ἐγρήγορα, Παρακείμενος του ἐγείρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾi.ɣoˈɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

γρηγορώ

  1. (λόγιο) είμαι ξύπνιος, επαγρυπνώ
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πνευματική εγρήγορση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία