γρηγορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρηγορώ < ελληνιστική γρηγορῶ < αρχαία ελληνική ἐγρηγορῶ < ἐγρήγορα, Παρακείμενος του ἐγείρω
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γρηγορώ
- (λόγιο) είμαι ξύπνιος, επαγρυπνώ
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πνευματική εγρήγορση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρηγορώ
|