πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγρήγορση οι εγρηγόρσεις
      γενική της εγρήγορσης* των εγρηγόρσεων
    αιτιατική την εγρήγορση τις εγρηγόρσεις
     κλητική εγρήγορση εγρηγόρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγρηγόρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εγρήγορση θηλυκό

  1. η κατάσταση του ανθρώπου που δεν κοιμάται ή έχει ξυπνήσει ή αγρυπνεί
  2. (μεταφορικά) η κατάσταση της συνείδησης που είναι σε ετοιμότητα να αντιληφθεί και να δράσει, η επαγρύπνηση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία