Δείτε επίσης: κοιμᾶμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

κοιμάμαι, αόρ.: κοιμήθηκα, μτχ.π.π.: κοιμισμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (για πρόσωπα και ζώα) είμαι σε κατάσταση στην οποία δεν έχω συνειδητές αντιδράσεις στα περισσότερα εξωτερικά ερεθίσματα, σε κατάσταση ύπνου
    παράδειγμα  τις λίγες φορές που κατάφερα να κοιμηθώ περισσότερες από 7-8 ώρες, ήμουνα άρρωστος
     συνώνυμα: ησυχάζω, κάνω νάνι, πλαγιάζω, τον παίρνω, το ρίχνω στον ύπνο, το στρώνω στον ύπνο
  2. (συνεκδοχικά) σταματώ να ζω
     συνώνυμα: πεθαίνω, κοιμάμαι τον αξύπνητο
  3. (μεταφορικά) είμαι αδρανής, νωθρός
     συνώνυμα: αδρανώ
  4. (μαζί με κάποιον) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή
  5. υποβάλλομαι σε γενική αναισθησία προκειμένου να χειρουργηθώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία