Δείτε επίσης: νευστάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

νυστάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
νυστάζω < ή από το νευστάζω ή συγγενές του νυθώδης

νυστάζω

  1. έχω διάθεση για ύπνο
    ὑμεῖς δ᾽ ἴσως τάχ᾽ ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, κρούσαντες ἄν με (: εσείς όμως αν εκνευριστείτε όπως αυτοί που τους ξυπνάνε ενώ νυστάζουν, ίσως σηκώσετε το χέρι να με χτυπήσετε -Πλάτωνας, Απολογία, 31α)

Συγγενικά

επεξεργασία