Δείτε επίσης: νευστάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυστάζω < αρχαία ελληνική νυστάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈsta.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

νυστάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυστάζω < ή από το νευστάζω ή συγγενές του νυθώδης

  Ρήμα επεξεργασία

νυστάζω

  1. έχω διάθεση για ύπνο
    ὑμεῖς δ᾽ ἴσως τάχ᾽ ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, κρούσαντες ἄν με (: εσείς όμως αν εκνευριστείτε όπως αυτοί που τους ξυπνάνε ενώ νυστάζουν, ίσως σηκώσετε το χέρι να με χτυπήσετε -Πλάτωνας, Απολογία, 31α)

Συγγενικά επεξεργασία