Δείτε επίσης: νυστάζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευστάζω < νεύω

  Ρήμα επεξεργασία

νευστάζω

  1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω και μπροστά
  2. νεύω
  3. λιποθυμώ
  4. (για ζώα) κατεβάζω τα κέρατα