Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Σύνθετα
1.2.5
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεύω
<
αρχαία ελληνική
νεύω
Ρήμα
επεξεργασία
νεύω
κλίνω
το κεφάλι
συνεννοούμαι
με μικρές κινήσεις του κεφαλιού, των ματιών ή των χεριών
Συγγενικά
επεξεργασία
γνέφω
γνέψιμο
νεύμα
νευστάζω
→
νυστάζω
νεύσις
Συνώνυμα
επεξεργασία
γνέφω
δέχομαι
Αντώνυμα
επεξεργασία
αναεύω
απονεύω
Σύνθετα
επεξεργασία
ανανεύω
απονεύω
επινεύω
κατανεύω
λατινικά
:
nuo
(la)
numen- το θείον)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεύω
αγγλικά
:
nod
(en)
γαλλικά
:
hocher
(fr)
la tête