κλίνω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλίνω [1] Για τη γραμματική, ελληνιστική κοινή κλίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐νω
- ομόηχο: κλείνω
ΡήμαΕπεξεργασία
κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, μτχ.π.π.: κεκλιμένος χωρίς παθητική φωνή
- (αμετάβατο) γέρνω, έχω κλίση
- διόρθωσε τον πίνακα, διότι κλίνει προς τα δεξιά
- (μεταβατικό) ρέπω, τείνω
- η άποψή τους έκλινε στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (δεν έχω) πού την κεφαλήν κλίναι: είμαι άπορος και άστεγος // δεν έχω πουθενά να στηριχθώ για βοήθεια
- κλίνω το γόνυ: γονατίζω // εκφράζω σεβασμό
- κλίνω τον τράχηλο: παραδίνομαι, υποχωρώ
ΡήμαΕπεξεργασία
κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, παθ.φωνή: κλίνομαι, π.αόρ.: κλίθηκα, μτχ.π.π.: κλιμένος
- (γραμματική) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
- να κλίνετε την προστακτική του Αορίστου του ρήματος
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλίνω < *κλίν-j-ω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *klei-
ΡήμαΕπεξεργασία
κλίνω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀνακλίνω
- ἐγκλίνω
- ἐκκλίνω
- ἐπανακλίνω
- ἐπεγκλίνω
- ἐπεκκλίνω
- ἐπικατακλίνω
- ἐπικλίνω
- κατακλίνω
- μετακλίνομαι
- παρακλίνω
- παρεγκλίνω
- περικλίνω
- ποτικλίνω
- προκατακλίνω
- προκλίνω
- προσανακλίνω
- προσκατακλίνομαι
- συγκατακλίνω
- συγκλίνω
- συμπαρακλίνω
- συνανακλίνομαι
- συνεκκλίνω
- συνεπικλίνω
- ὑπεκκλίνω
- ὑποκατακλίνω
- ὑποκλίνομαι
ΚλίσηΕπεξεργασία
κλίνω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κλίνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κλίνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «κλίνω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.