Δείτε επίσης: κλείνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, μτχ.π.π.: κεκλιμένος χωρίς παθητική φωνή

  1. (αμετάβατο) γέρνω, έχω κλίση
      Διόρθωσε τον πίνακα, διότι κλίνει προς τα δεξιά!
  2. (μεταβατικό) ρέπω, τείνω
      Η άποψή τους έκλινε στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων.

Εκφράσεις

επεξεργασία

κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, παθ.φωνή: κλίνομαι, π.αόρ.: κλίθηκα, μτχ.π.π.: κλιμένος

  • (γραμματική) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
      να κλίνετε την προστακτική του Αορίστου του ρήματος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλίνω < *κλίν-j-ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klei-

κλίνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία